ξυλική

ξυλική
η (Α ξυλική)
βλ. ξυλικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ξυλικῇ — ξυλικός of wood fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυλικός — ή, ό (Α ξυλικός, ή, όν) [ξύλον] το θηλ. ως ουσ. η ξυλική ξύλα που λαμβάνονται από υλοτομία τού δάσους και χρησιμοποιούνται στην οικοδομική ή σε κάποια άλλη εργασία, η ξυλεία αρχ. 1. αυτός που είναι φτειαγμένος από ξύλο, ξύλινος ή όμοιος με ξύλο 2 …   Dictionary of Greek

  • XYLOBALSAMUM — proprie lignum balsami arboris, seu potius surculi ac sarmenta, quae a balsamo arbore amputabantur, ac, quod impendiô odorata erant: carô quoque vendebantur. Plin. l. 12. c. 25. Et sarmenta quoque in merce sunt. DCC. sestertio amputatio ipsa… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • εξαρτίζω — (AM ἐξαρτίζω) [αρτίζω] μσν. νεοελλ. εφοδιάζω κάτι και ειδικότερα πλοίο ή στόλο με όλα τα απαραίτητα εξαρτήματα, αρματώνω, εξοπλίζω αρχ. 1. κάνω κάτι άρτιο, τέλειο, συμπληρώνω 2. παρασκευάζω, ετοιμάζω («ἵνα ἄρτιος ᾖ ὁ τοῡ θεοῡ ἄνθρωπος, πρὸς πᾱν… …   Dictionary of Greek

  • σιδήρωμα — τὸ, ΝΜΑ [σιδηρῶ] νεοελλ. το σιδέρωμα μσν. αρχ. (ιδίως στον πληθ.) τὰ σιδηρώματα σιδερένια αντικείμενα, σκεύη ή εργαλεία («μηχανὴ ἑξηρτισμένη πάσῃ ξυλικῇ ἐξαρτίᾳ καὶ σιδηρώμασιν», πάπ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”